Μανουσάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Μανουσάκι < γενική ενικού του αρσενικού Μανουσάκις (Μανουσάκης)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μανουσάκι θηλυκό
- (σπάνιο) γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Μανουσάκις
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταγραφές επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Μανουσάκι < Μανούσος + υποκοριστικό επίθημα -άκι, δείτε τη Συζήτηση:Μανουσάκι
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μανουσάκι αρσενικό
- (σπάνιο) ανδρικό όνομα, χαϊδευτικό του Μανούσος
- ※ Μνιά φορά, τού Νερατζονικολί το Μανουσάκι, που κατέτε, οντε - v ήτονε μικιό, το πέψανε να βοσκήση τα πρόβατα πού' χανε (Μανώλης Γ. Πατεράκης, Αναστορήματα. Κρητικά λαογραφικά κείμενα, Αθήνα 1985, σ. 213)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μανουσάκι
|