Λογοθέτη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Λογοθέτη < γενική ενικού του αρσενικού Λογοθέτης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /lo.ɣoˈθe.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λο‐γο‐θέ‐τη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛογοθέτη θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΛογοθέτη αρσενικό