Κροκοδείλου
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κροκοδείλου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Κροκόδειλος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɾo.koˈði.lu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κρο‐κο‐δεί‐λου
- ομόηχο: κροκόδειλος
- παρώνυμο: Κορκοδείλου
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κροκοδείλου θηλυκό, άκλιτο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Κροκοδείλου αρσενικό
- (λόγιο) γενική ενικού του Κροκόδειλος
- άλλη μορφή: Κροκόδειλου