Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κρικόρ < άμεσο δάνειο από την αρμενική (αντιδάνειο)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κρικόρ αρσενικό, άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε και Γκριγκοριάν

  Μεταφράσεις επεξεργασία