Ετυμολογία

επεξεργασία
Κρικοριάν : αρμενική ς προέλευσης, πατρωνυμικό. Μορφολογικά αναλύεται σε Κρικόρ + -ιάν.

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κρικοριάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές

επεξεργασία