Κασσιανή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κασσιανή < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Κασσιανή < θηλυκό του Κασσιανός < μεσαιωνική ελληνική Κάσσιος < λατινική Cassius < cassus < careo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *k̂es ή (s)ker
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κασσιανή θηλυκό
Εκφράσεις επεξεργασία
- τροπάριο της Κασσιανής
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Κασσιανή στη Βικιπαίδεια