ΚΔ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ceˈni ði̯aˈθici/
Συντομομορφή
επεξεργασίαΚ.Δ. θηλυκό συντομογραφία
- (χριστιανισμός) η Καινή Διαθήκη, ιερό κείμενο των χριστιανών
- → δείτε και τη λέξη ΠΔ
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- Κ.Δ. < τα αρχικά των λέξεων Κομμουνιστική και Διεθνής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkapa ˈðelta/ (προφορικό)
Συντομομορφή
επεξεργασίαΚ.Δ. θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο (ή, ως συντομογραφία, προφέρεται ολόκληρο)
- (ιστορία, πολιτική) η Κομμουνιστική Διεθνής, διεθνής οργάνωση κομμουνιστικών κομμάτων