Ιονέσκο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ιονέσκο < (άμεσο δάνειο) γαλλική Ionesco < ρουμανική Ionescu
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.oˈne.sko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ι‐ο‐νέ‐σκο
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ιονέσκο αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Ευγένιος Ιονέσκο στη Βικιπαίδεια (1909-1994), Ρουμάνος θεατρικός συγγραφέας