Ιβάνοβνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΜεταγραφή
επεξεργασίαΙβάνοβνα αρσενικό, άκλιτο
- γυναικείο πατρώνυμο: «του Ιβάν» (για άνδρα: Ιβάνοβιτς)
- ⮡ Ονομάζομαι Τατιάνα Ιβάνοβνα Ντενίσοβα και σας τηλεφωνώ για μια παραγγελία που έκανα στην εταιρεία σας τον προηγούμενο μήνα, για την οποία δεν είχα μέχρι τώρα καμιά ειδοποίηση.
- ⮡ Καλημέρα Τατιάνα Ιβάνοβνα! Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω! Ο σύζυγός σας, ο Βλαντίμιρ Σπιριντόνοβιτς τι κάνει; Ανάρρωσε από τη γρίπη που άκουσα πως τον ταλαιπωρούσε;