Ευθύφρων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ευθύφρων < αρχαία ελληνική Εὐθύφρων < εὐθύς + -φρων (< φρήν)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈfθi.fɾon/
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ευθύφρων αρσενικό
- αρχαίο ανδρικό όνομα, που σημαίνει: συνετός, ο σκεπτόμενος ορθά