variation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
variation | variations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
variation (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η μεταβολή, η διακύμανση, μια αλλαγή, ειδικά στην ποσότητα ή το επίπεδο κάτι
- ↪ variations in public opinion/in temperature - μεταβολές της κοινής γνώμης/της θερμοκρασίας
- ↪ the variation in price - η διακύμανση των τιμών
- η παραλλαγή, κάτι που είναι διαφορετικό από άλλα πράγματα στην ίδια γενική ομάδα
- ↪ Beware of counterfeits which are on the market with a slight variation of some well-known firm’s brand.
- Προσέχετε τις απομιμήσεις που κυκλοφορούν με μικρή παραλλαγή του ονόματος κάποιας γνωστής φίρμας.
- ↪ Beware of counterfeits which are on the market with a slight variation of some well-known firm’s brand.
- (μουσική) η παραλλαγή
- ↪ musical variations on a motif - μουσικές παραλλαγές πάνω σ' ένα θέμα
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
variation (fr) θηλυκό