Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
variation variations

  Ουσιαστικό επεξεργασία

variation (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η μεταβολή, η διακύμανση, μια αλλαγή, ειδικά στην ποσότητα ή το επίπεδο κάτι
    variations in public opinion/in temperature - μεταβολές της κοινής γνώμης/της θερμοκρασίας
    the variation in price - η διακύμανση των τιμών
  2. η παραλλαγή, κάτι που είναι διαφορετικό από άλλα πράγματα στην ίδια γενική ομάδα
    Beware of counterfeits which are on the market with a slight variation of some well-known firm’s brand.
    Προσέχετε τις απομιμήσεις που κυκλοφορούν με μικρή παραλλαγή του ονόματος κάποιας γνωστής φίρμας.
  3. (μουσική) η παραλλαγή
    musical variations on a motif - μουσικές παραλλαγές πάνω σ' ένα θέμα

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

variation (fr) θηλυκό