taximètre
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tak.si.mɛtʁ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
taximètre | taximètres |
taximètre (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
taximètre | taximètres |
taximètre (fr) αρσενικό