putatif
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- putatif < μεσαιωνική λατινική putativus [14ος αιώνας] (< λατινική putare)
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | putatif | putatifs |
θηλυκό | putative | putatives |
putatif (fr)