nun
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
nun | nuns |
Ουσιαστικό επεξεργασία
nun (en)
Βασκικά (eu) επεξεργασία
Αντωνυμία επεξεργασία
nun (eu)
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
nun (eo)
ενικός | πληθυντικός |
nun | nuns |
nun (en)
nun (eu)
nun (eo)