guidance
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
- η καθοδήγηση
- ↪ I have repeatedly pointed out the need for providing clear guidance.
- Έχω επανειλημμένως επισημαίνει την ανάγκη παροχής σαφούς καθοδήγησης.
- ↪ I have repeatedly pointed out the need for providing clear guidance.
- η τηλεκαθοδήγηση
Συνώνυμα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
guidance | guidances |
Ουσιαστικό επεξεργασία
guidance (fr) θηλυκό
- (Κεμπέκ) η καθοδήγηση