ενικός         πληθυντικός  
tutelage tutelages

  Ετυμολογία

επεξεργασία
tutelage < λατινική tutela (παρακολούθηση, κηδεμονία, προστασία) < tueri (παρακολουθώ, φυλάσσω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tutelage (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία