Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

akordo < akord + -o

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική akordo akordoj
αιτιατική akordon akordojn

akordo (eo)

  • η συμφωνία
    ili faris formalan akordon pri libera komerco - έκαναν επίσημη συμφωνία για ελεύθερο εμπόριο