Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποτροπιάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποτροπιάζω[1]

  Ρήμα επεξεργασία

υποτροπιάζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία