υποτροπιάζων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποτροπιάζων < υποτροπιάζω
Επίθετο
επεξεργασίαυποτροπιάζων, -ουσα, -ον
- (ιατρική) που εμφανίζεται ξανά
- υποτροπιάζουσα ουρολοίμωξη
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη υποτροπιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποτροπιάζων