Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποτροπιάζων < υποτροπιάζω

  Επίθετο επεξεργασία

υποτροπιάζων, -ουσα, -ον

  1. (ιατρική) που εμφανίζεται ξανά
    υποτροπιάζουσα ουρολοίμωξη

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία