Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκρίνομαι < παθητική φωνή του ρήματος συγκρίνω

  Ρήμα επεξεργασία

συγκρίνομαι

  1. (μέσης διάθεσης) συγκρίνω τον εαυτό μου με κάποιο άλλο πρόσωπο, αναμετριέμαι
    συγκρίνομαι με τον αδελφό μου ώρες-ώρες και βλέπω ότι είναι πιο άξιος από μένα
  2. (παθητικής διάθεσης) με συγκρίνουν, υποβάλλομαι σε σύγκριση με κάποιο άλλο πρόσωπο/πράγμα
    Και γιατί σου είπε ότι είσαι όμοιος με τον αδελφό σου; Δε συγκρίνεσαι εσύ με αυτό το τέρας!
    Μόνο τα όμοια συγκρίνονται. Μη συγκρίνεις λοιπόν ανόμοια τρίγωνα γιατί το ένα δεν συγκρίνεται με το άλλο."

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία