Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /spuɾˈʝi.tes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπουρ‐γί‐τες

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

σπουργίτες αρσενικό