électrum
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
électrum | électrums |
Ουσιαστικό επεξεργασία
électrum (fr) αρσενικό
- (ιστορία) (στη γαλλική αρχαιότητα) κράμα από χρυσό και άργυρο, που χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή νομισμάτων
ενικός | πληθυντικός |
électrum | électrums |
électrum (fr) αρσενικό