στερίσκω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-grc-}}== {{δείτε|στερίσκομαι|στερέω|στερώ}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < ρίζα -στερ και πρόσφυμα...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 07:52, 23 Φεβρουαρίου 2010

Αρχαία ελληνικά (grc)

  Δείτε επίσης: στερίσκομαι, στερέω, στερώ

  Ετυμολογία

στερίσκω < ρίζα -στερ και πρόσφυμα -ισκ + ω

  Ρήμα

στερίσκω

  1. αρχαίος τύπος του νεοελληνικού ρήματος στερώ. Αναπτύχθηκε παράλληλα με το συνώνυμο αρχάιο ρήμα στερέω και η παθητική φωνή του είναι στερίσκομαι



συνώνυμα

Συγγενικά


  Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «στερισκω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'στερίσκω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «στερισκω».