στερίσκομαι
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στερίσκομαι < στερίσκω
Ρήμα επεξεργασία
στερίσκομαι
- αρχαίος τύπος, παθητική φωνή του ρήματος στερίσκω. Αναπτύχθηκε παράλληλα με τα συνώνυμα αρχαία ρήματα στερούμαι και στέρομαι, αλλά σήμαινε περισσότερο την αφαίρεση, την κλοπή ή την αρπαγή ενός σημαντικού στοιχείου από το υποκείμενο, παρά γενικά την έλλειψή του