ΕΦΚ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ΕΦΚ < Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης
Συντομομορφή
επεξεργασίαΕ.Φ.Κ. αρσενικό, συντομογραφία
- (οικονομία) φόρος ο οποίος επιβάλλεται κατά την αγορά συγκεκριμένων αγαθών, όπως π.χ. τα καύσιμα
- ※ «Εκτός κάδρου» θέτει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, τουλάχιστον για το επόμενο διάστημα, τη μείωση του ΦΠΑ ή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στα καύσιμα ώστε να περιοριστούν οι υπέρμετρες αυξήσεις ιδίως της τιμής της βενζίνης, η τιμή της οποίας έχει ανέλθει σε απαγορευτικά επίπεδα για τη συντριπτική πλειονότητα των καταναλωτών, καθώς καταρρίπτει το ένα μετά το άλλο τα ρεκόρ ακρίβειας.
- Βάσω Βεγίρη, Σταμάτης Ζήσιμος, Κλείνει το παράθυρο για άμεση μείωση ΦΠΑ και ΕΦΚ καυσίμων, Ναυτεμπορική, 8 Φεβρουαρίου 2022
- ※ «Εκτός κάδρου» θέτει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, τουλάχιστον για το επόμενο διάστημα, τη μείωση του ΦΠΑ ή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στα καύσιμα ώστε να περιοριστούν οι υπέρμετρες αυξήσεις ιδίως της τιμής της βενζίνης, η τιμή της οποίας έχει ανέλθει σε απαγορευτικά επίπεδα για τη συντριπτική πλειονότητα των καταναλωτών, καθώς καταρρίπτει το ένα μετά το άλλο τα ρεκόρ ακρίβειας.