Δόβα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Δόβα < γενική ενικού του αρσενικού Δόβας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈðo.va/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δό‐βα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔόβα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΔόβα αρσενικό