Δευτερίγου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΔευτερίγου < γενική ενικού του αρσενικού Δευτερίγος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðe.fteˈɾi.ɣu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δευ‐τε‐ρί‐γου
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔευτερίγου θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Δευτερίγος
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΔευτερίγου αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Δευτερίγος