Δελμούζου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Δελμούζου < γενική ενικού του αρσενικού Δελμούζος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðelˈmu.zu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δελ‐μού‐ζου
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔελμούζου θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΔελμούζου αρσενικό