Δεληγεώργη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Δεληγεώργη < γενική ενικού του αρσενικού Δεληγεώργης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðe.li.ʝeˈoɾ.ʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δε‐λη‐γε‐ώρ‐γη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔεληγεώργη θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΔεληγεώργη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Δεληγεώργης