Γκιάλπη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Γκιάλπη < γενική ενικού του αρσενικού Γκιάλπης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɟal.pi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γκιάλ‐πη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓκιάλπη θηλυκό, άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΓκιάλπη αρσενικό