Γκαγκαβούζη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Γκαγκαβούζη < γενική ενικού του αρσενικού Γκαγκαβούζης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ga.gaˈvu.zi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γκα‐γκα‐βού‐ζη
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γκαγκαβούζη θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Γκαγκαβούζη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Γκαγκαβούζης