Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΓΔΚΠ < Γενική Διεύθυνση Κατάστασης Προσωπικού

  Συντομομορφή επεξεργασία

Γ.Δ.Κ.Π. θηλυκό αρκτικόλεξο

  Πηγές επεξεργασία