Βερτομή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Βερτομή < γενική ενικού του αρσενικού Βερτομής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /veɾ.toˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βερ‐το‐μή
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒερτομή θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΒερτομή αρσενικό