Ατζέμη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ατζέμη < γενική ενικού του αρσενικού Ατζέμης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈd͡ze.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐τζέ‐μη
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ατζέμη θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Ατζέμη αρσενικό