Ασσαντουριάν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ασσαντουριάν < (γαλλική ή αγγλική) Assadouryan ή Assadourian, αρμενική ς προέλευσης· πατρωνυμικό. Μορφολογικά αναλύεται σε Ασσαντούρ + -ιάν.
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑσσαντουριάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο), άλλη μορφή του Ασατουριάν, κατά την προφορά στη δυτική αρμενική (hyw)