Αλφαντάκη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αλφαντάκη < γενική ενικού του αρσενικού Αλφαντάκης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /al.fanˈda.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αλ‐φα‐ντά‐κη
- παρώνυμο: Αλιφαντάκη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑλφαντάκη θηλυκό, άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Αλφαντάκης
Μεταγραφές
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΑλφαντάκη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Αλφαντάκης