Αβελλίνο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.veˈli.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐βελ‐λί‐νο
Μεταγραφή επεξεργασία
Αβελλίνο ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Αβελλίνο στη Βικιπαίδεια
Αβελλίνο ουδέτερο άκλιτο