Δείτε επίσης: αίγλη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αίγλη < αρχαία ελληνική Αἴγλη < αίγλη < ἀγλαός (ο λαμπερός)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αίγλη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία