Αίγλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αίγλη < αρχαία ελληνική Αἴγλη < αίγλη < ἀγλαός (ο λαμπερός)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αίγλη θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- ονομασία πολλών νυμφών της ελληνικής μυθολογίας
- μία από τις κόρες του Ασκληπιού
- ερωμένη του Θησέα
- αστεροειδής, ο 96 Αίγλη (96 Aegle), που ανακαλύφθηκε το 1868
- παλαιότερη ονομασία της Σύμης των Δωδεκανήσων
- είδη μαλακοστράκων και φυτών
- ονομασία ενός ελληνικού τορπιλοβόλου και ενός ναρκαλιευτιού
- χώρος αναψυχής στο Ζάππειο των Αθηνών
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αίγλη
|