Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. ετυμολογία: μορφοποίηση, reference. Η ετυμολογία του ἕρση, ας μεταφερθεί εκεί. --sarri.greek (συζήτηση) 01:55, 9 Μαΐου 2019 (UTC).


Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Έρση < αρχαία ελληνική Ἔρση < ἕρση, ομηρικό ἐέρση, δωρ. ἕρσα (=δροσιά). Συγγενικό με το ἄρδω ( ποτίζω), μελλ. ἄρσω (> ἄρση > ἕρση) και με το οὐρέω (ουρώ), μελλ. οὐρήσω. Επίσης, στα αρχαία ινδικά varsam (βροχή).

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Έρση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία