Άγα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Άγα < γενική ενικού του αρσενικού Άγας
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.ɣa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ά‐γα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Άγα θηλυκό, άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Άγα αρσενικό