ŝultro
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝultro | ŝultroj |
αιτιατική | ŝultron | ŝultrojn |
ŝultro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝultro | ŝultroj |
αιτιατική | ŝultron | ŝultrojn |
ŝultro (eo)