ŝtupetaro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝtupetaro | ŝtupetaroj |
αιτιατική | ŝtupetaron | ŝtupetarojn |
ŝtupetaro (eo)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- shtupetaro στο H-sistemo
- sxtupetaro στο X-sistemo