ŝteleto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝteleto | ŝteletoj |
αιτιατική | ŝteleton | ŝteletojn |
ŝteleto (eo)
- η κλοπή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝteleto | ŝteletoj |
αιτιατική | ŝteleton | ŝteletojn |
ŝteleto (eo)