ŝtalfabriko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝtalfabriko | ŝtalfabrikoj |
αιτιατική | ŝtalfabrikon | ŝtalfabrikojn |
ŝtalfabriko (eo)
- το χαλυβουργείο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝtalfabriko | ŝtalfabrikoj |
αιτιατική | ŝtalfabrikon | ŝtalfabrikojn |
ŝtalfabriko (eo)