ŝraŭbturnilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝraŭbturnilo | ŝraŭbturniloj |
αιτιατική | ŝraŭbturnilon | ŝraŭbturnilojn |
ŝraŭbturnilo (eo)
- το κατσαβίδι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝraŭbturnilo | ŝraŭbturniloj |
αιτιατική | ŝraŭbturnilon | ŝraŭbturnilojn |
ŝraŭbturnilo (eo)