ŝnureto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝnureto | ŝnuretoj |
αιτιατική | ŝnureton | ŝnuretojn |
ŝnureto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝnureto | ŝnuretoj |
αιτιατική | ŝnureton | ŝnuretojn |
ŝnureto (eo)