ŝirkolektado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝirkolektado | ŝirkolektadoj |
αιτιατική | ŝirkolektadon | ŝirkolektadojn |
ŝirkolektado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝirkolektado | ŝirkolektadoj |
αιτιατική | ŝirkolektadon | ŝirkolektadojn |
ŝirkolektado (eo)