ŝelo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ŝelo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝelo | ŝeloj |
αιτιατική | ŝelon | ŝelojn |
ŝelo (eo)
- το όστρακο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝelo | ŝeloj |
αιτιατική | ŝelon | ŝelojn |
ŝelo (eo)