ŝavarmo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʃa.ˈvar.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ŝa‐var‐mo
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝavarmo | ŝavarmoj |
αιτιατική | ŝavarmon | ŝavarmojn |
ŝavarmo (eo)