ŝampuo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ŝampuo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝampuo | ŝampuoj |
αιτιατική | ŝampuon | ŝampuojn |
ŝampuo (eo)
- το σαμπουάν
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝampuo | ŝampuoj |
αιτιατική | ŝampuon | ŝampuojn |
ŝampuo (eo)